του
Διονύση Ελευθεράτου
Μέρος
1ο
Έλεος,
πια… Από την 29η Μαΐου, κάθε ημέρα και
κάθε βράδυ τα περισσότερα Μέσα ενημέρωσης
βομβαρδίζουν το κοινό τους με το ίδιο
κλισέ:
«Ό,τι
κι αν πιστεύει κανείς για τον τεθνεώτα
Κωνσταντίνο Μητσοτάκη και τη συνολική
πολιτική του, υποχρεούται να του
αναγνωρίσει την οξυδέρκεια που επέδειξε
ως προς τα δημοσιονομικά». Συχνότατα
έπεται η επωδός που ήταν μόνιμη στα
χείλη του ίδιου του Κων. Μητσοτάκη: Πως
αν είχε κυβερνήσει «μερικά ακόμη
χρόνια, η χώρα δεν θα είχε φθάσει έως
εδώ». Διότι ο επίτιμος θα είχε
νοικοκυρέψει, αν μη τι άλλο, τα οικονομικά…
Ποιος;
Ο άνθρωπος που «πρόλαβε» να αυξήσει το
ποσοστό του δημόσιου χρέους επί του ΑΕΠ
κατά σαράντα – και πλέον- εκατοστιαίες
μονάδες, σε 3,5 έτη πρωθυπουργικής θητείας!
Στην
περίπτωση του Κων. Μητσοτάκη δεν
χρειάστηκε να επενεργήσει κανένας
κανόνας εξ όσων υπαγορεύουν αβρότητα
μέχρι του σημείου να αποσιωπούνται
δυσάρεστα στοιχεία, τουλάχιστον για
κάποιο χρονικό διάστημα, όταν αποτιμάται
το έργο ενός σημαντικού αστού πολιτικού
που έφυγε από τη ζωή. Ο επίτιμος απολάμβανε
αυτήν την ευτυχία, αυτή τη μακαριότητα,
πολλά χρόνια προτού γίνει μακαρίτης.
Σε κάθε
του παρέμβαση ή συνέντευξη, από την προ
μνημονίων εποχή ήδη, το ίδιο έλεγε, με
την ίδια εμμονή και κατηγορηματικότητα:
Ότι θα είχε νοικοκυρέψει τα οικονομικά,
αν δεν τον ανέτρεπαν πρόωρα…
Ε, δεν
θυμόμαστε να βρέθηκε ένας δημοσιογράφος
που να τον κάλεσε - ευγενικά μεν, καθαρά
δε- να εξηγήσει πώς στην ευχή συμβιβαζόταν
η εν λόγω αυτάρεσκη σιγουριά με όσα
έγιναν επί των ημερών του. Ένας βρε
αδελφέ, έστω κι ένας, έτσι για να «έσπαγε
η μονοτονία» (αν υπήρξε και δεν υπέπεσε
στην αντίληψή μας, ας μας συγχωρήσει).
Όλοι αδαείς ή αδιάβαστοι ήταν ή τους
αδαείς παρίσταναν. Ας υποθέσει ο
αναγνώστης σε ποιο βαθμό μπορεί να ίσχυε
το ένα και σε ποιον το άλλο.
Επειδή,
λοιπόν, στην Ελλάδα δεν είσαι μόνον ό,τι
δηλώσεις αλλά και ό,τι θέλουν μερικοί
«βαρόνοι» της «ενημέρωσης» να φαίνεσαι,
σταθεροποιήθηκε για τα καλά η εικόνα
του Κων. Μητσοτάκη ως του κατ’ εξοχήν
πολιτικού που θα εμπόδιζε τον δημοσιονομικό
εκτροχιασμό της οικονομίας, ανεξαρτήτως
κοινωνικού κόστους. Ενός κόστους που,
όσο μεγάλο κι αν θα απέβαινε, θα ήταν
απείρως προτιμότερο από την τραγωδία
του 2010 και εντεύθεν.
Ε, λοιπόν,
ως εδώ και μη παρέκει… Ας τελειώνουμε
με τις ανοησίες που αναπαράγουν άσχετοι
και υποκριτές, δίνοντας το λόγο πρώτα
στα στοιχεία του υπουργείου Εθνικής
Οικονομίας («Η Ελληνική Οικονομία
1960-1997» Αθήνα 1998).
Το 1989,
το ποσοστό δημόσιου χρέους επί του ΑΕΠ,
ήταν 69,9%. Στις 11 Απριλίου του 1990 σχηματίστηκε
η κυβέρνηση Μητσοτάκη. Το έτος εκείνο
«έκλεισε» με δημόσιο χρέος 80,7%. Σχεδόν
11 εκατοστιαίες μονάδες παραπάνω, «με
το καλημέρα».
Η αύξηση
ήταν ήδη σοβαρότατη, για τα μέτρα της
εποχής. Στην τετραετία 1986 – 1989, δηλαδή
έπειτα από το «σταθεροποιητικό πρόγραμμα»
της κυβέρνησης Α. Παπανδρέου (1985) και
έως το … ποικιλοτρόπως ταραγμένο ’89,
το ποσοστό του δημόσιου χρέους είχε
ανέβει από το 55,9% στο 69,9%. Παρουσίαζε δε
μικρότερους ρυθμούς ανόδου από το 1987
(τότε ήταν 62,2%). Αλλά το 1990 τινάχτηκε σαν
ελατήριο…
Το
μητσοτακικό ελατήριο, στα έτη 1991 και
1992 έφερε το ποσοστό του χρέους στο 83,3%
και 89% αντίστοιχα. Και κατόπιν το έκανε…
πύραυλο! Στα 111,6% βρέθηκε το δημόσιο
χρέος στο 1993, έτος κατά το οποίο επίσης
κυβέρνησε ο… μεγάλος νοικοκύρης, με
εξαίρεση το τελευταίο τρίμηνο (παρά ένα
δεκαήμερο, για την ακρίβεια).
Πηγή:
Comments
Post a Comment