Το
χρέος που απαιτούν να πληρώσει η Ελλάδα
είναι επονείδιστο - Η μελέτη αυτή
αποδεικνύει ότι η ελληνική κρίση που
ξέσπασε το 2010 προήλθε από τον ιδιωτικό
τραπεζικό τομέα. Δεν είναι αποτέλεσμα
υπέρμετρων δημόσιων δαπανών. Το
υποτιθέμενο πρόγραμμα διάσωσης της
Ελλάδας σχεδιάστηκε για να υπηρετήσει
τα συμφέροντα των ιδιωτών τραπεζιτών
καθώς και των χωρών που κυριαρχούν στην
ευρωζώνη. Η υιοθέτηση του ευρώ από την
Ελλάδα έπαιξε καίριο ρόλο μεταξύ των
παραγόντων που συνέβαλαν στην κρίση. Η
ανάλυση που περιέχεται σε αυτό το κείμενο
παρουσιάστηκε στην Αθήνα, την 6η Δεκεμβρίου
2016, κατά την συνάντηση της Ελληνικής
Επιτροπής Αλήθειας Δημόσιου Χρέους.
Eric
Toussaint
Μέρος
5ο - Η φούσκα του ιδιωτικού δανεισμού
δημιουργήθηκε από την συνδυασμένη δράση
των ελληνικών και ξένων τραπεζών με την
στήριξη των κυβερνήσεων
Οι ελληνικές τράπεζες ώθησαν
τους πελάτες τους να καταφύγουν μαζικά
στον δανεισμό για να χρηματοδοτήσουν
την κατανάλωσή τους. Όπως δείχνει το
γράφημα 5, οι πιστώσεις προς τα νοικοκυριά
πενταπλασιάστηκαν μεταξύ 2001 και 2008. Όσο
για τον δανεισμό των μη χρηματοπιστωτικών
επιχειρήσεων, πολλαπλασιάστηκε επί
2,5. Αντίθετα, κατά την ίδια περίοδο, οι
ελληνικές τράπεζες μείωσαν τις χορηγήσεις
δανείων προς το δημόσιο.
Γράφημα
5 – Πιστώσεις χορηγηθείσες από τις
ελληνικές τράπεζες προς τους εθνικούς
οικονομικούς παράγοντες (2001-2008)
Το γράφημα 6, που αφορά στην
εξέλιξη της σύνθεσης του συνολικού
ελληνικού χρέους κατά την περίοδο
1997-2009, απεικονίζει την σημαντική αύξηση
του χρέους των νοικοκυριών, των
χρηματοπιστωτικών εταιρειών (κατά κύριο
λόγο, των τραπεζών) και των μη
χρηματοπιστωτικών εταιρειών. Αντίθετα,
διαπιστώνουμε μια μείωση του μεριδίου
που αντιστοιχεί στο δημόσιο χρέος που
περνά από το 70% στα 42%, μεταξύ 1997 και 2009.
Γράφημα
6 – Το ελληνικό χρέος ανά τομέα (σε % του
συνόλου)
Ο πίνακας 1 δείχνει καθαρά την
πολύ σημαντική αύξηση των δανείων των
τραπεζών προς τα νοικοκυριά και τις μη
χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις.
Πίνακας 1. Εξέλιξη των
στοιχείων των υπολοίπων των δανείων
των τραπεζών της Ελλάδας προς τα
νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις από
τον Δεκέμβριο του 1998 έως τον Δεκέμβριο
του 2010 (σε εκατομμύρια ευρώ).
Ο πίνακας 2 δείχνει πως η αύξηση
των καταθέσεων είναι σαφώς κατώτερη
αυτής των δανείων, όπως μετράται στον
πίνακα 1.
Πίνακας
2. Εξέλιξη των στοιχείων των υπολοίπων
των καταθέσεων και ρέπος (συμφωνίες
πώλησης και επαναγοράς) των νοικοκυριών
και των επιχειρήσεων από τον Δεκέμβριο
του 1998 έως τον Δεκέμβριο του 2010 (σε
εκατομμύρια ευρώ).
Το 1998, οι καταθέσεις στις τράπεζες
αντιπροσώπευαν περισσότερο από το
διπλάσιο των χορηγούμενων δανείων προς
τον ιδιωτικό τομέα, σημάδι υγιούς
κατάστασης. Αντίθετα, διαπιστώνουμε
ότι το 2008 η κατάσταση παρουσιάζει
αρνητική εξέλιξη: οι καταθέσεις είναι
πλέον λιγότερες σε σχέση με τα δάνεια.
Οι ελληνικές τράπεζες επωφελήθηκαν της
προσφοράς εξωτερικής χρηματοδότησης
που προέρχονταν από τις γαλλικές, τις
γερμανικές και άλλες τράπεζες.
Τα δάνεια των ελληνικών τραπεζών
από τις ξένες τράπεζες πολλαπλασιάστηκαν
επί 6,5 μεταξύ 2002 και 2009, περνώντας από
τα 12,3 δις € στα 78,6 δις €. Εάν περιλάβουμε
στον υπολογισμό άλλες πηγές εξωτερικής
ιδιωτικής χρηματοδότησης (επενδυτικά
κεφάλαια, ασφαλιστικές εταιρείες, money
market funds,…), το εξωτερικό χρέος των
ελληνικών τραπεζών πέρασε από τα 19 δις
€, τον Ιανουάριο του 2002, στα 112 δις €,
στο τέλος του 2009.
Το πρόβλημα όμως δεν σταματά
εδώ: οι ελληνικές τράπεζες προχωρούσαν
σε βραχυπρόθεσμο δανεισμό στην ξένη
διατραπεζική αγορά (επίσης, η πλειοψηφία
των τραπεζικών καταθέσεων των Ελλήνων
ήταν βραχυπρόθεσμες και, φυσικά,
αποτελούσαν και αυτά, όπως είδαμε, πηγή
χρηματοδότησης των τραπεζών) ενώ έδιναν
μακρο- ή μεσοπρόθεσμα δάνεια στους
πελάτες τους, ειδικότερα για επενδύσεις
σε ακίνητα ή την αγορά διαρκών καταναλωτικών
αγαθών (αυτοκίνητα, οικιακός ηλεκτρικός
εξοπλισμός, κλπ.), γεγονός που τις
καθιστούσε πολύ ευάλωτες στις εξελίξεις
στις χρηματιστικές αγορές και στις
αναλήψεις καταθέσεων.
Κι όμως, αυτή η επιδείνωση που
υπονόμευε τον ισολογισμό των τραπεζών
δεν αντικατοπτρίστηκε διόλου στην
εξέλιξη της αποδοτικότητάς τους. Το
2005, σύμφωνα με μελέτη της Κεντρικής
τράπεζας της Ελλάδας, τα κέρδη των
τραπεζών παρουσίασαν αύξηση 198%.
Ταυτόχρονα, οι φόροι που κατέβαλαν
εκείνον τον χρόνο μειώθηκαν κατά 18,8 %.
Η ROE (Return on Equity ή «απόδοση ιδίων κεφαλαίων»,
μετρά την απόδοση των ιδίων κεφαλαίων
μιας επιχείρησης. Υπολογίζεται
συσχετίζοντας το καθαρό αποτέλεσμα και
τα ίδια κεφάλαια.) των τραπεζών έφτασε
το εξωφρενικό ποσοστό των 26% ενώ ο μέσος
όρος της ΕΕ ήταν 17,4%.
Αυτός ο αγώνας δρόμου για την
βραχυπρόθεσμη αποδοτικότητα οδήγησε
τις γαλλικές τράπεζες να αποφασίσουν
να προχωρήσουν στην αγορά ελληνικών
τραπεζών για να διευκολύνουν και να
ενισχύσουν τις επενδύσεις τους σε αυτό
που θεωρούσαν ως ένα νέο Ελντοράντο.
Τον Μάρτιο του 2004, η Société Générale αγοράζει
την πλειοψηφία του κεφαλαίου της Γενικής
Τράπεζας της Ελλάδας (50,01 %) που μετονομάζεται
σε Geniki Bank. Τον Αύγουστο του 2006, είναι η
σειρά της Crédit Agricole S.A. να προχωρήσει σε
δημόσια προσφορά εξαγοράς της Εμπορικής
Τράπεζας ΑΕ. Σε ανακοίνωση της εποχής
εκείνης, ο Georges Pauget, Γενικός Διευθυντής
της Crédit Agricole S.A. αιτιολογούσε την επιλογή
αυτή λέγοντας: « … η εξαγορά αυτή …
μας δίνει πρόσβαση σε μιαν αναπτυσσόμενη
αγορά σε μια περιοχή που γνωρίζει ταχεία
επέκταση.» Ο René Carron, Πρόεδρος της
Crédit Agricole S.A., δήλωσε: «Είμαι ιδιαίτερα
ευτυχής για την επιτυχία της προσφοράς
που αφορά στην Εμπορική και θα ήθελα να
εκφράσω την ευγνωμοσύνη μου προς την
ελληνική κυβέρνηση και τους άλλους
μετόχους για την εμπιστοσύνη που μας
έδειξαν φέρνοντας τις μετοχές τους στην
προσφορά. Η συναλλαγή αυτή αποτελεί
μείζον στάδια στην διεθνή στρατηγική
μας και θα συμβάλλει στο στόχο μας για
αύξηση του καθαρού τραπεζικού μας
προϊόντος επί μη γαλλικών συναλλαγών.»
Πρέπει να σημειώσουμε ότι η
ανακοίνωση, από την κυβέρνηση, στις
αρχές 2005, ότι τα εργοτάξια κατασκευών
των οποίων η άδεια θα εκδίδονταν μετά
την 1η Οκτωβρίου 2006 δεν θα έχαιραν πλέον
απαλλαγής από τον ΦΠΑ, προκάλεσε έκρηξη
στον κατασκευαστικό τομέα σε όλη την
χώρα, που συνοδεύτηκε από μιαν έκρηξη
των στεγαστικών δανείων, ενώ η ζήτηση
κατοικίας ήταν κατά πολύ πλήρης στην
Ελλάδα διότι, το 2001, για πληθυσμό 11
εκατομμυρίων κατοίκων, ήδη καταγράφονταν
5,4 εκατομμύρια ιδιωτικές κατοικίες εκ
των οποίων 1,4 εκατομμύρια κενών κατοικιών,
σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ. Αυτό
τροφοδότησε την κερδοσκοπική φούσκα
του ιδιωτικού δανεισμού. Κατά την
απογραφή του 2011, καταγράφτηκαν 6,4
εκατομμύρια ιδιωτικών κατοικιών, εκ
των οποίων 2,5 εκατομμύρια ήταν κενές.
Πηγή
και παραπομπές:
Comments
Post a Comment